- στιβάζω
- (I)ΜΑ [στίβος]1. πατώ, καταπατώ2. μέσ. στιβάζομαιακολουθώ τα ίχνη κάποιου, ανιχνεύω («ἴχνια γὰρ ἐν αὐτῷ στιβαζόμενος εὕροιτό τις καὶ μαστευόμενος», Αίσ.).————————(II)ΜΑ [στιβάς, -άδος]1. παθ. στιβάζομαιεκτείνω, απλώνω ως στρωμνή («ἡ στρωμνὴ ἔσται ἐστιβασμένη ἔστ' ἐπὶ πῆχυν», Σχόλ. Θεόκρ.)2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐστιβασμένος, -η, -οναυτός που φορεί πολλά ενδύματα.
Dictionary of Greek. 2013.